ἄκων

ἄκων
ᾰκων (-οντι, -οντα); -όντεσσιν)
1 javelin, shaft.
a lit.

ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71

οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαιP. 4.148 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.20

χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.45

ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69

b met. of poetry. cf. N. 7.71

ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93

ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄκων — involuntary masc nom sg ἄ̱κων , ἀέκων involuntary masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκῶν — Ἄκης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκῶν — ἄκος cure neut gen pl (attic epic doric) ἀκέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀκή point fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντεσσι — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσι , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντεσσιν — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσιν , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντων — ἄκων involuntary masc gen pl ἀ̱κόντων , ἀέκων involuntary masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκον — ἄκων involuntary masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντα — ἄκων involuntary masc acc sg ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντας — ἄκων involuntary masc acc pl ἄ̱κοντας , ἀέκων involuntary masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντε — ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντε , ἀέκων involuntary masc/neut nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”